τρίβαφος — thrice dyed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίβαφος — ον, Α ο τρεις φορές βαμμένος, δηλαδή ο καλά ή ανεξίτηλα βαμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + βαφος (< βαφή), πρβλ. δί βαφος] … Dictionary of Greek